- φαραωνικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φαραώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαραώ (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαραωνικός — φαραωνικός, ή, ό και φαραωτικός, ή, ό αυτός που αναφέρεται στους Φαραώ (βλ. λ.): Η φαραωνική εποχή της Αιγύπτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)